- μικρόρραξ
- μίκρορραξwith small berriesmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρόρραξ — μικρόρραξ, ὁ, ἡ (Α) (για τη σταφίδα) αυτός που έχει μικρές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ῥαξ, ῥαγός «ρώγα»] … Dictionary of Greek
μικρόρραγος — μίκρορραξ with small berries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρόρρωξ — μικρόρρωξ, ωγος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρόρραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ρρωξ (< ῥάξ, ῥαγός «ρώγα»), πρβλ. μεγαλό ρρωξ] … Dictionary of Greek